Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2008

Οι προϋποθέσεις διεξαγωγής της σωματικής έρευνας

Κάτι πολύ διαφορετικό!

Η Ελληνική Αστυνομία, αποτελούσα το κατεξοχήν Σώμα Ασφαλείας, έχει ως αποστολή της, σύμφωνα με το άρθρο 93 του Προεδρικού Διατάγματος 141/1991, αφενός την εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας και της απρόσκοπτης κοινωνικής συμβίωσης των πολιτών και αφετέρου την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και την προστασία του Κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος, στα πλαίσια της συνταγματικής τάξης.
Ως εκ τούτου, η Ελληνική Αστυνομία, στα πλαίσια της προληπτικής αποστολής της, έχει, δυνάμει του ανωτέρω άρθρου, μεταξύ άλλων και την αρμοδιότητα να διενεργεί σωματικές έρευνες σε πρόσωπα, καθώς και έρευνες σε χώρους προσιτούς στο κοινό, καθώς και σε ιδιωτικά μεταφορικά μέσα.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 94 επόμενα του ανωτέρω νομοθετήματος, η «προληπτική» αστυνομική σωματική έρευνα παρέχεται ως αρμοδιότητα αποκλειστικά στα όργανα της Ελληνικής Αστυνομίας, προκειμένου να διαπιστωθεί η τέλεση αξιοποίνων πράξεων. Παρ’ όλες τις αμφισβητήσεις των ρυθμίσεων που περιλαμβάνει το ανωτέρω νομοθέτημα, η προκείμενη δυνατότητα της Αστυνομίας θεωρείται παγίως από τη νομολογία ως νόμιμη και εντός των πλαισίων του Συντάγματος, υποστηριζόμενου περαιτέρω, ότι οι ρυθμίσεις του Π.Δ. 141/1991 ευρίσκουν έρεισμα και στο άρθρο 8 παρ. 2 επόμενα της ΕΣΔΑ.
Εκτός όμως από την «προληπτική» αστυνομική έρευνα, σωματική έρευνα ενεργείται και ως ανακριτική πράξη, είτε σε κατηγορούμενους είτε και σε τρίτα πρόσωπα. Ειδικότερα, η σωματική έρευνα σε κατηγορουμένους διενεργείται, σύμφωνα με το άρθρο 257 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όταν εκείνος που διεξάγει την ανάκριση κρίνει, ότι εξαιτίας σπουδαίων λόγων η διεξαγωγή της είναι χρήσιμη για την εξακρίβωση της αλήθειας, ενώ σε τρίτα πρόσωπα, όταν υπάρχει σοβαρή και βάσιμη υπόνοια ή απόλυτη ανάγκη.
Σε κάθε περίπτωση η έρευνα θα πρέπει να ενεργείται με τρόπο που να μη θίγει, όσο είναι δυνατό, το αίσθημα ντροπής, και εν γένει την προσωπικότητα, του κατηγορούμενου, ενώ η σωματική έρευνα σε γυναίκα πρέπει να γίνεται μπροστά στον ανακριτικό υπάλληλο που τη διεξάγει, από γυναίκα της εκλογής του, η οποία μάλιστα δίνει τον όρκο του πραγματογνώμονα.
Περαιτέρω, στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζεται πάντα και το άρθρο 253 Κ.Ποιν.Δ., που θέτει τις γενικές προϋποθέσεις του επιτρεπτού διεξαγωγής ερευνών, ορίζοντας ότι «αν διεξάγεται ανάκριση για κακούργημα ή πλημμέλημα, έρευνα διενεργείται όταν μπορεί βάσιμα να υποτεθεί ότι η βεβαίωση του εγκλήματος, η αποκάλυψη ή η σύλληψη των δραστών ή τέλος η βεβαίωση ή η αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί ή να διευκολυνθεί μόνο με αυτή».
Συνεπώς, η διενέργεια σωματικής έρευνας, ως ανακριτική πράξη, δεν είναι σύννομη αν δεν έχει προηγηθεί η διάπραξη αξιόποινης πράξης, αντιθέτως δε, απαιτείται να διεξάγεται ήδη ανάκριση ή προανάκριση, συμπεριλαμβανομένης και της αυτεπάγγελτης προανάκρισης, και επιπλέον να υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες, ότι με την έρευνα θα διευκολυνθεί η αποκάλυψη του εγκλήματος και των δραστών.
Εξάλλου, στην έννοια της σωματικής έρευνας περιλαμβάνεται και η έρευνα των χρησιμοποιουμένων μεταφορικών μέσων των εξεταζόμενων προσώπων, εφόσον βεβαίως αυτά δεν χαρακτηρίζονται ως «κατοικία» (πχ τροχόσπιτα), οπότε εφαρμογής τυγχάνουν οι διατάξεις που διέπουν την κατ’ οίκον έρευνα (άρθρα 254 έως 256 Κ.Ποιν.Δ.)

Σε σχέση εξάλλου με την έρευνα σε μεταφορικά μέσα, το άρθρο 256 παρ. 2 του νόμου 1729/1978, το οποίο προσετέθη με το άρθρο 22 του νόμου 2161/1993 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 33 παρ. 3 του νόμου 2648/1998, περιλαμβάνει ειδική διάταξη, σύμφωνα με την οποίαν «δεν είναι άδικη η πράξη αστυνομικού, τελωνειακού υπαλλήλου, υπαλλήλου Σ.Δ.Ο.Ε. και λιμενικού υπαλλήλου, όταν ύστερα από βάσιμη καταγγελία ή ισχυρές υπόνοιες ενεργεί έρευνα σε μεταφορικό μέσο για την ανεύρεση ναρκωτικών».Περαιτέρω, και επανερχόμενοι στη διενέργεια σωματικής έρευνας προληπτικού χαρακτήρα, το άρθρο 96 παρ. 3 εδάφιο β’ του Π.Δ. 141/1991, θέτει ως προϋπόθεση για τη διεξαγωγή των σωματικών ερευνών στα πλαίσια της προληπτικής δραστηριότητας της αστυνομίας την ύπαρξη είτε σοβαρής υπόνοιας περί της τέλεσης αξιόποινης πράξης είτε απόλυτης ανάγκης.
Η διάταξη αυτή τίθεται συστηματικά σε συνέχεια των οριζομένων στο άρθρο 94 εδάφιο α’ του ίδιου διατάγματος, σύμφωνα με το οποίο η διενέργεια σωματικών ερευνών σε πρόσωπα πρέπει να κατατείνουν στην πρόληψη αξιοποίνων πράξεων και την εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και τάξης και της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών.
Εντούτοις, από τις ανωτέρω διατάξεις ελλείπει εμφανώς η εξειδίκευση και ο ειδικότερος καθορισμός του σκοπού των σωματικών ερευνών, με τους οποίους πρέπει να σχετίζεται η «απόλυτη ανάγκη» για τη διενέργειά τους.Η έλλειψη αυτή δύναται, αλλά και πρέπει, να αναπληρώνεται με την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, αλλά και της, επιμέρους περιεχόμενη σε αυτήν, αρχή της αναγκαιότητας, δεδομένου ότι η αιτιολογία για τη διενέργεια αστυνομικών ερευνών με την επίκληση αδιακρίτως και για όλες τις περιπτώσεις ενός γενικού και δύσκολα εξειδικεύσιμου λόγου (όπως είναι η σοβαρή υπόνοια τέλεσης αξιόποινης πράξεως ή η απόλυτη ανάγκη) δεν εμφαίνεται επαρκής από δικαιοκρατικής άποψης.

Αντιθέτως, όπως άλλωστε έχει επισημανθεί και από το αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας, η αστυνομική δράση πρέπει να διέπεται από τις ανωτέρω αρχές. Και αυτό, διότι η αρμοδιότητα των αστυνομικών να ενεργούν κατά την ελεύθερη κρίση τους, και βάσει της ειδικής εγκληματολογικής τεχνογνωσίας που πρέπει να διαθέτουν, σωματικές έρευνες είναι μεν αναμφισβήτητη, όχι όμως και ανεξέλεγκτη, δεδομένου ότι πρόκειται ακριβώς για αρμοδιότητα και όχι για δικαίωμα.
Ως εκ τούτου, η αστυνομική επέμβαση είναι απολύτως δικαιολογημένη, εφόσον αναφύεται έστω η παραμικρή εξατομικευμένη ένδειξη, με συνέπεια να μην είναι επιτρεπτή η αντιμετώπιση όλων των πολιτών ως εκ προοιμίου υπόπτων, αφού οι τελευταίοι δεν υποχρεούνται να συνδέουν προς ορισμένο νόμιμο σκοπό τη μυστική τους παρουσία σε δημόσιο χώρο.
Ωστόσο, με τη σωματική έρευνα δεν θα πρέπει να συγχέεται η έρευνα προς εξακρίβωση των στοιχείων του πολίτη από τα αστυνομικά όργανα. Έτσι, σε περίπτωση που μας ζητηθεί να επιδείξουμε την αστυνομική μας ταυτότητα, είμαστε υποχρεωμένοι, βάσει των διατάξεων του νόμου 2458/1953, να συμμορφωθούμε. Απλώς, σε περίπτωση που το αστυνομικό όργανο φέρει πολιτική περιβολή, δικαιούμαστε εμείς πρώτα να του ζητήσουμε να μας επιδείξει τη δική του.
http://www.capital.gr/law/articles.asp?id=614705

2 σχόλια:

KitsosMitsos είπε...

Πολύ χρήσιμη πληροφορία. Γιατί πολλές φορές δε γνωρίζουμε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις μας.

geokalp είπε...

εμένα αλλού πάει το μυαλό μου, ότι θα "σφίξουν" λίγο τα πράγματα...