Για λόγους ισότητας, ο εργοδότης οφείλει να επεκτείνει τις οικειοθελείς παροχές που δίνει σε κάποιους εργαζόμενους, σε όλους τους μισθωτούς της επιχείρησης εφόσον κάνουν την ίδια εργασία, υπό τις ίδιες συνθήκες και έχουν τα ίδια προσόντα.
Σύμφωνα με βαρυσήμαντη απόφαση του Αρείου Πάγου, η επέκταση αυτή δεν μπορεί να αφορά μόνο τις οικονομικές παροχές (π.χ. ιδιαίτερες αμοιβές, «μπόνους» κ.λπ.), αλλά και κάθε άλλη παροχή ή ωφελήματα που σχετίζονται με την υπηρεσιακή εξέλιξη του εργαζόμενου, όπως είναι η βαθμολογική ένταξη, η μονιμοποίηση, η προαγωγή. Ετσι, σε περίπτωση που εργαζόμενος ενταχθεί σε χαμηλότερο βαθμολογικό ή μισθολογικό κλιμάκιο σε σύγκριση με άλλους συναδέλφους του παρόμοιων προσόντων, που παρέχουν την ίδια εργασία, υπάρχει παραβίαση της ίσης μεταχείρισης και δικαιούται πλήρη βαθμολογική και μισθολογική αποκατάσταση, καθώς και τις διαφορές των αποδοχών που έχασε, αναδρομικά και εντόκως.Κατά τον Αρειο Πάγο ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να μεταχειρίζεται τους εργαζόμενους με βάση την αρχή της ισότητας. Συνεπώς δεν επιτρέπεται άνιση μεταχείριση μεταξύ εκείνων που παρέχουν την ίδια εργασία, με τα ίδια προσόντα και κάθε διαφορετική μεταχείριση δημιουργεί στον εργαζόμενο να αξιώσει από τον εργοδότη να του προσφέρει όλες τις οικειοθελείς παροχές που καταβάλλει σε άλλους μισθωτούς, που εργάζονται υπό τις ίδιες συνθήκες, χωρίς να ενδιαφέρει ο χρόνος πρόσληψής τους.
http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=12333&subid=2&pubid=87649148
Οι εργοδότες οφείλουν να προσφέρουν υπό ίσους όρους όλες τις μισθολογικές και λοιπές παροχές στους εργαζόμενους που απασχολούνται κάτω από τις ίδιες συνθήκες, ανεξάρτητα αν οι παροχές αυτές είναι οικειοθελείς ή όχι, έκρινε ο ’ρειος Πάγος, δικαιώνοντας τραπεζοϋπάλληλο.
Σύμφωνα με την απόφαση (550/2010), «από την αρχή της ίσης μεταχείρισης, η οποία απορρέει από το άρθρο 288 Αστικού Κώδικα και από τα άρθρα 22 παράγραφος 1 β' του ισχύοντος Συντάγματος και 119 εδάφιο α' της ιδρυτικής συνθήκης της ΕΟΚ προκύπτει ότι στα πλαίσια της εργασιακής σύμβασης δεν επιτρέπεται η άνιση μεταχείριση από τον εργοδότη των μισθωτών της αυτής εκμεταλλεύσεως, που έχουν τα ίδια προσόντα και παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες υπό τις αυτές συνθήκες, εκτός αν δικαιολογείται εξαίρεση ή απόκλιση εξ αιτίας επαρκούς αντικειμενικού λόγου». Βάσει της εν λόγω αρχής, υπογραμμίζει η απόφαση του Α.Π., «ο εργοδότης οφείλει να επεκτείνει σε όλους τους εργαζομένους που παρέχουν την ίδια εργασία υπό τις αυτές συνθήκες και με τα αυτά προσόντα τις μισθολογικές και άλλες υπηρεσιακές παροχές», ανεξάρτητα αν πρόκειται για παροχές που έχει αναλάβει συμβατικά έναντι ορισμένων εργαζομένων.
Από την επίμαχη συνταγματική ρύθμιση συνάγεται κανόνας δημοσίας τάξεως, με τον οποίο παρέχεται απευθείας στον εργαζόμενο, συνεχίζει ο ’ρειος Πάγος, «το δικαίωμα να αξιώσει από τον εργοδότη του οικειοθελείς παροχές, που αυτός καταβάλλει σε άλλους μισθωτές, οι οποίες ανήκουν στην αυτή κατηγορία και παρέχουν τις ίδιες υπό τις αυτές συνθήκες υπηρεσίες, ανεξάρτητα από το χρόνο πρόσληψής τους, εκτός αν δικαιολογείται η εξαίρεση ορισμένων έναντι των λοιπών εργαζομένων από ειδικό και σοβαρό, κατ' αντικειμενική κρίση, λόγο».
Ακόμη, αναφέρεται στην αρεοπαγιτική απόφαση ότι η εφαρμογή της αρχής ισότητας για την οποία δεν ασκεί έννομη επιρροή ο χρόνος πρόσληψης του ενάγοντος, δεν περιορίζεται μόνον σε παροχές που έχουν οικονομικό χαρακτήρα, αλλά εκτείνεται και σε εκείνες που αφορούν άλλης μορφής ωφελήματα, όπως η μονιμοποίηση, η βαθμολογική ένταξη ή προαγωγή μισθωτών.
Στην προκειμένη περίπτωση, διπλωματούχος μηχανολόγος-μηχανικός με μεταπτυχιακές σπουδές στη Μεγάλη Βρετανία διορίστηκε στις 14.12.1999 σε Τράπεζα ως υπάλληλός της με βαθμό μηχανικού β' (6ο μισθολογικό κλιμάκιο) και διορίστηκε στο Ίδρυμα Εκτυπώσεως Τραπεζογραμματίων και Αξιών.
Με αγωγή του στα δικαστήρια υποστήριξε ότι η Τράπεζα, κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, αν και είχε όλα τα προσόντα, δεν το μονιμοποίησε σε βαθμό που αντιστοιχεί σε μονίμους υπαλλήλους, αλλά στο βαθμό του μηχανικού β', δηλαδή σε βαθμό που αντιστοιχεί σε δόκιμο υπάλληλο, ενώ μονιμοποίησε με το βαθμό του μηχανικού α' πέντε μηχανικούς που προσέλαβε ύστερα από αυτόν, με τους οποίους είχε τα ίδια, τουλάχιστον, προσόντα και εργαζόταν κάτω από τις ίδιες με αυτούς συνθήκες.
Στη συνέχεια, η Τράπεζα έπραξε το ίδιο και με άλλους δύο υπαλλήλους μηχανικούς οι οποίοι είχαν λιγότερα προσόντα, αλλά είχαν προσληφθεί το 1977. Ο τραπεζοϋπάλληλος με την αγωγή του ζητούσε να ενταχθεί από 5.1.2000 στο βαθμό του μηχανικού και στο μισθολογικό κλιμάκιο 16.
Ο ’ρειος Πάγος απέρριψε την αίτηση της Τράπεζας η οποία ζητούσε να αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου Αθηνών (8667/2007) που είχε δικαιώσει τον τραπεζοϋπάλληλο, κρίνοντας ότι η μη χορήγηση της μισθολογικής παροχής που ζητούσε συνιστά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, η οποία δεν δικαιολογείται από επαρκή αντικειμενικό λόγο, εφόσον δεν αποδείχθηκαν περιστατικά που να δικαιολογούν την εξαίρεση από την οικειοθελή αυτή παροχή.
Έτσι, η Τράπεζα υποχρεώθηκε να επανεντάξει τον τραπεζοϋπάλληλο από 5 Ιανουαρίου 2000 στο βαθμό του μηχανικού και στο μισθολογικό κλιμάκιο 16.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
http://www.naftemporiki.gr/news/cstory.asp?id=1915013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου